- περικαθέζομαι
- Α [καθέζομαι]1. κάθομαι ολόγυρα2. (σχετικά με πόλη) περικυκλώνω, πολιορκώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περικαθεζομένων — περικαθέζομαι pres part mid fem gen pl περικαθέζομαι pres part mid masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικαθεζομένη — περικαθέζομαι pres part mid fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικαθεζομένην — περικαθέζομαι pres part mid fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικαθεζομένης — περικαθέζομαι pres part mid fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικαθεζομένοις — περικαθέζομαι pres part mid masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικαθεζομένου — περικαθέζομαι pres part mid masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικαθεζομένους — περικαθέζομαι pres part mid masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικαθεζομένῃ — περικαθέζομαι pres part mid fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικαθεζόμενοι — περικαθέζομαι pres part mid masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικαθέζεσθαι — περικαθέζομαι pres inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)